Πάντα γλυκό...
Μα γιατί αυτές οι τόσο σκληρές ύλες;
Γιατί για να γραφτούν τα πράγματα κι οι άνθρωποι οι καθημερινοί ντύνονται οι στίχοι με χρυσάφι, με άσχημη παλιά πέτρα;
Θέλω στίχους από ύφασμα ή πούπουλο που μόλις να ζυγίζουν, στίχους χλιαρούς με την οικειότητα των κρεββατιών εκεί όπου ο άνθρωπος αγάπησε και ονειρεύτηκε, θέλω ποιήματα λερωμένα απ' τα χέρια κι απ' το κάθε μέρα.
Στίχους από γλυκό που λιώνει σα ζάχαρη και γάλα μέσ' στο στόμα. Ο αγέρας και το νερό πίνονται, ο έρωτας φιλιέται και δαγκώνεται, θέλω σονέτα που να τρώγονται, θέλω ποιήματα από αλεύρι και μέλι.
Μας προτρέπει συνεχώς η ματαιοδοξία πάνω στους ουρανούς να υψωθούμε ή με άχρηστες σήραγγες να χωθούμε κάτω απ' τη γη.
Και μ' αυτό τον τρόπο ξεχνάμε ασχολίες απολαυστικά τρυφερές, ξεχνάμε και τις πάστες και ο κόσμος δεν έχει τι να φάει.
Πέρασε καιρός που στο Μαντάς είδα μια ζαχαρένια πυραμίδα κι έναν πύργο από ζαχαρωτό. Το ένα κομμάτι πάνω στ' άλλο και στην αρχιτεκτονική του ρουμπίνια κι άλλες ροδόχρωμες ομορφιές κίτρινες και μεσαιωνικές.
Κάποιος θα λέρωνε τα χέρια του ζυμώνοντας τόση γλύκα. Ποιητές, αδελφοί μου, όσοι είστε εδώ ή εκεί, στη γη, στον ουρανό, στη Βερακρούς και στο Μεντεγίν, στην Αβυσσηνία και στην Αντοφαγάστα, από τι είναι φιαγμένες οι κερήθρες;
Φτάνουν πια όλες αυτές οι πέτρες!
Μακάρι απ' τα ποιήματά σου να γεμίσει μια σημερινή ζαχαροπλαστική που θέλουν να την φάνε τα στόματά μας, όλα τα στόματα των παιδιών κι όλοι οι φτωχοί ενήλικες.
Θέλω να μη μένουν πάντα μοναχές, χωρίς να βλέπουν, χωρίς να επιθυμούν, χωρίς να καταλαβαίνουν, τόσες και τόσες καρδιές από ζάχαρη.
Μη σας φοβίζει η πολλή γλύκα.
Ή μαζί μας ή χώρια μας καθετί που είναι γλυκό θα συνεχίσει να ζει γιατί πάντα είναι ζωντανό αιώνια αναστημένο, αφού μέσα στη μέση στο στόμα του ανθρώπου, για να τρώει και να τραγουδάει είναι βαλμένη η γλύκα.